- αγριοσύνη
- ηαγριότητα: Η αγριοσύνη του φανερωνόταν ιδιαίτερα όταν νόμιζε πως θιγόταν το νιτερέσο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοσύνη — η [άγριος] η αγριότητα* … Dictionary of Greek
ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: 6c, 7c, 10c գ. ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ ἁγροικία, ἁγριοσύνη , ἁγριότης rusticitas, inurbanitas, feritas, immanitas, saevitia. (գրի եւ ՎԱՐԱԳՈՒԹԻՒՆ. լծ. եւ վիրագրութիւն). Վայրագն գոլ. կեանք եւ բարք վայրագաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)